υποστρώννυμι — και ὑποστρωννύω ΜΑ βλ. υποστρώνω … Dictionary of Greek
υποστρώνω — ὑποστρώννυμι ΝΜΑ, και ὑποστρωννύω ΜΑ, και ὑποστορέννυμι και ὑποοτόρνυμι Α [στρώνω] στρώνω αποκάτω αρχ. 1. (ιδίως) στρώνω το κρεβάτι κάποιου 3. (στον παθ. παρακμ.) ὑπέστρωμαι μτφ. υπόκειμαι σε κάποιον ή σε κάτι 4. φρ. α) «λέκτρα ὑποστρώννυμι τινι» … Dictionary of Greek
υπόστρωμα — το / ὑπόστρωμα, ώματος, ΝΜΑ [ὑποστρώννυμι] 1. καθετί που στρώνεται από κάτω 2. υπόσαγμα («τὰ ὑποστρώματα τοῡ ἵππου ἐκφέρειν», Ξεν.) νεοελλ. 1. το υπέδαφος 2. ναυτ. κατάστρωμα σε όλο το μήκος τού πλοίου, το οποίο βρίσκεται ακριβώς κάτω από το… … Dictionary of Greek
προσυποστρώννυμι — Α [ὑποστρώννυμι] στρώνω, απλώνω κάτι από κάτω … Dictionary of Greek
προϋποστρώννυμι — και προϋποστρωννύω ΜΑ [ὑποστρώννυμι] μσν. στρώνω προηγουμένως από κάτω αρχ. τοποθετώ ως θεμέλιο προηγουμένως … Dictionary of Greek
υπόστρωση — η / ὑπόστρωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑποστρώννυμι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποστρώνω … Dictionary of Greek