υποστρωννυμι

υποστρωννυμι
    ὑποστρώννυμι
    ὑπο-στρώννῡμι
    1) подстилать
    

(ῥινὸν βοός Hom.)

    2) постилать, стлать
    

(ἱμάτια ἐν τῇ ὁδῷ NT.)

    κλίνη ὑπεστρωμένη Plut. — постланное ложе;
    λέκτρα ὑ. τινί Eur. — стлать кому-л. постель, перен. быть чьей-л. любовницей

    3) устилать, усеивать
    

(ἅλω οἰνάροις Babr.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υποστρωννυμι" в других словарях:

  • υποστρώννυμι — και ὑποστρωννύω ΜΑ βλ. υποστρώνω …   Dictionary of Greek

  • υποστρώνω — ὑποστρώννυμι ΝΜΑ, και ὑποστρωννύω ΜΑ, και ὑποστορέννυμι και ὑποοτόρνυμι Α [στρώνω] στρώνω αποκάτω αρχ. 1. (ιδίως) στρώνω το κρεβάτι κάποιου 3. (στον παθ. παρακμ.) ὑπέστρωμαι μτφ. υπόκειμαι σε κάποιον ή σε κάτι 4. φρ. α) «λέκτρα ὑποστρώννυμι τινι» …   Dictionary of Greek

  • υπόστρωμα — το / ὑπόστρωμα, ώματος, ΝΜΑ [ὑποστρώννυμι] 1. καθετί που στρώνεται από κάτω 2. υπόσαγμα («τὰ ὑποστρώματα τοῡ ἵππου ἐκφέρειν», Ξεν.) νεοελλ. 1. το υπέδαφος 2. ναυτ. κατάστρωμα σε όλο το μήκος τού πλοίου, το οποίο βρίσκεται ακριβώς κάτω από το… …   Dictionary of Greek

  • προσυποστρώννυμι — Α [ὑποστρώννυμι] στρώνω, απλώνω κάτι από κάτω …   Dictionary of Greek

  • προϋποστρώννυμι — και προϋποστρωννύω ΜΑ [ὑποστρώννυμι] μσν. στρώνω προηγουμένως από κάτω αρχ. τοποθετώ ως θεμέλιο προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • υπόστρωση — η / ὑπόστρωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑποστρώννυμι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποστρώνω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»